ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… … Dictionary of Greek
ερώτηση — η 1. η πράξη του ερωτώ. 2. ό,τι ρωτά κανείς ζητώντας απάντηση: Παραπειστική ερώτηση. 3. ερώτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρωτήση — ἐρώτησις questioning fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
ερωτηματικός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που περιέχει ερώτηση, που γίνεται με ερώτηση, που χρησιμοποιείται στην ερώτηση: Ερωτηματική αντωνυμία. 2. το ουδ. ως ουσ., ερωτηματικό σημείο στίξης που δηλώνει ότι η λέξη ή η πρόταση είναι ερώτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
ερωτηματικός — ή, ό (AM ἐρωτηματικός, ή, όν) [ερώτημα] 1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα») 2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας… … Dictionary of Greek
παραπειστικός — ή, ό / παραπειστικός, ή, όν, ΝΑ [παραπείθω] ο επιτήδειος στο να παραπείθει, να ξεγελά, παραπλανητικός νεοελλ. φρ. «παραπειστική ερώτηση» (νομ.) η ερώτηση με την οποία υποτίθενται ή εκλαμβάνονται ως αληθή πράγματα τα οποία δεν έχει ομολογήσει ο… … Dictionary of Greek